- σαρδόνιος
- α, ο[ν] сардонический;
σαρδόνιος
γέλως — сардонический смех
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαρδόνιος
γέλως — сардонический смехΝέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαρδόνιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρδόνιος — α, ο / σαρδόνιος, ία, ον, ΝΜΑ, και σαρδάνιος, ία, ον, ΜΑ, και μτγν. τ. ουδ. σαρδώνιον Α (κυρίως φρ.) α) «σαρδόνιο γέλιο» ή «σαρδόνιος γέλως» σαρκαστικό, μοχθηρό γέλιο που εκδηλώνεται με χαρακτηριστική σύσπαση τού προσώπου νεοελλ. «σαρδόνιο… … Dictionary of Greek
Σαρδόνιος — και Σαρδώνιος, ία, ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Σαρδώ ή ο κάτοικος τής Σαρδούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τής γεν. τού ον. Σαρδώ, η οποία απαντά και με την μορφή Σαρδ όνος (όπως θα σχηματιζόταν από τ. ονομαστικής… … Dictionary of Greek
σαρδόνιος — α, ο σαρκαστικός, γεμάτος κακία: Σαρδόνιο γέλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σαρδόνιος — Σαρδώ Mete.. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαρδόνιος γέλως — (σαρδόνιο γέλιο). Η φράση προέρχεται από το φυτό sardonia herba (χόρτο της Σαρδηνίας). Οι παλιότεροι πίστευαν πως το φυτό αυτό προκαλούσε νευρικό γέλιο. Γι’ αυτό και σ.γ. σημαίνει πικρό ή ειρωνικό γέλιο … Dictionary of Greek
σαρδονίη — σαρδόνιος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρδονίους — σαρδόνιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρδόνιοι — σαρδόνιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Festina lente — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ. 2 Σαρδόνιος γέλως … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Sigma — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ … Deutsch Wikipedia